Ευαγγελία Ταουκτσή - Φιολιτάκη


    Facebook Google Twitter

    Συνάντηση 1η

    ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ


    Ενα πιάνο, παίζει ο Γιάννης;
    Λίγη σοκολάτα και άλλη λίγη
    Ανεμίζοντας τη φωτογραφική μου στους δρόμους
    Φρέσκια μυρωδιά από μαλακτικό ρούχων
    Ιδού ζωή χαρισάμενη!


    ΛΙΜΕΡΙΚ

    Κόκκινο χρώμα, ύστερα πράσινο και λίγο μπλε

    Και ο Μπάμπης ο Σουγιάς με το πινέλο βάφει
    Στην αγορά κυκλοφορεί φορώντας πάντοτε κοτλέ
    Πριν σουτζουκάκια στον ατμό φάει για μεσημεριανό
    "Είμαι καλά" λέει, χορταίνει, είναι για μια στιγμή κομπλέ
    ζήλευε όμως και έφαγε και τ' αλλουνού το φαγητό

    ~

    Συνάντηση 6η

    Για τα μάτια του κόσμου
    Κοιτάζω τον κόσμο
    γεμάτος, υπερβολικός
    κουράζω τα μάτια μου
    και δεν τα καταφέρνω.

    Παραμένουν κενά.

    Οι τρύπιες μαύρες κόγχες
    φιλτράρουν τα πολλά χρώματα
    κρατάνε μπλε, λίγο πράσινο,
    κόκκινο λίγο.

    Οι άδειες σκοτεινές κόγχες
    δε θέλουν το φως το έντονο
    που τυφλώνει και διαπερνά
    και κλείνουν σφιγμένες σα βρέφη.

    Οι άλλοτε πλατιές κόγχες
    διέξοδο εκ του μονοδρόμου
    πόρτα μέσα από τοίχο
    ψίθυρο από φασαρία.

    Δε βρίσκουν το νόημα.


    Χάθηκε στην του όχλου υπερβολή.


    ~

    Συνάντηση 7η


    Άνοιξα τα δύο μου μυωπικά μάτια. Ήταν η πρώτη μου μέρα εδώ. Έπρεπε να αναγκάσω τον εαυτό μου να προσαρμοστεί. Σε αυτή την πόλη που όλοι ξέχασαν και την άφησαν, πήγαν να μείνουν κάπου αλλού, σε αυτή την πόλη εγώ προσπαθούσα να απολαύσω τη μαγεία.

    - Φτάνουμε;
    - Σε πέντε λεπτά είμαστε εκεί.

    Με ζάλιζε να κοιτάω τα τοπία έξω απ' το παράθυρο. Μου δημιουργούσε μια τρομερή αναγούλα, ήθελα να στρέψω αλλού το βλέμμα και να μην υπάρχω για λίγο, μέχρι να μου περάσει. Και ήταν κρίμα, όλα τόσο μαγευτικά εκεί έξω, ανεξερεύνητα, άγνωστα μέρη. Έπρεπε να νιώθω τυχερός.

    - Φτάνουμε;
    - Σε πέντε λεπτά.

    Αλλά σε λίγο η θέα έξω απ' το γυαλιστερό τζαμάκι έπαψε να υφίσταται στο οπτικό μου πεδίο, σα να την έσβησε ο καλός Θεός που την έφτιαξε, όπως συνήθιζε να μου λέει η μητέρα μου. Άρχισα να παρατηρώ. Μέσα στο όχημα τα καθίσματα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Φθαρμένα, ποτέ τους καθαρισμένα. Ο οδηγός αμίλητος, η έκφρασή του μυτερή, με ζυγωματικά που σε κοιτούσαν και αμέσως σε έκριναν.

    - Φτάνουμε;
    - Σε πέντε.

    Τρεις φορές ρώτησα, έπαιρνα απάντηση, αλλά κάτι συνέβαινε και δεν την άκουγα ποτέ πραγματικά, δε χτύπαγε και ας έφτανε στο κατώφλι. Και ξαναρώταγα. Ρώτησα τρεις φορές. Φαίνεται μ' απορρόφησαν οι μπουρμπουλήθρες και τα κοράλλια.


    ~

    Συνάντηση 8η & 9η



    Leave a Reply