Γλυκερία Λουνή


    Facebook Google Twitter

    Συνάντηση 1η

    ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ

    Γελάνε όλοι με τ’ αστεία μου
    Λείπω πάντα απ’ την πραγματικότητα
    Ύστερα όμως πάλι σ’ αυτήν ξαναγυρνώ
    Κάνω φίλους πάντα και παντού
    Αυτή είμαι εγώ, χωρίς πολλά λόγια


    "ΘΕΛΟΥΜΕ ΒΙΒΛΙΑ"



    Αυτό ήταν το πρώτο και το πιο έντονα υπογραμμισμένο από τα αιτήματα της κατάληψης. Τα παιδιά ήταν αποφασισμένα να κρατήσουν την κατάληψη και να πάρουν αυτό που ζητούσαν. Βιβλία.


    ~

    Συνάντηση 6η

    ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΙ, ΠΟΙΟΣ, ΠΟΥ, ΠΟΤΕ, ΠΩΣ, ΓΙΑΤΙ.

    Μ’ ένα μπισκότο OREO στο χέρι
    Και με μήλα ο Νεύτωνας σ’ ένα πανέρι
    Πάει στο Άγιο Όρος προτού ακόμη φέξει
    Πριν από μερικά χρόνια, το 2006
    Χτυπώντας τα πόδια του δυνατά στη γη
    Επίσκεψη στον ηγούμενο ένα γεια να πει.


    ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΗΜΑ

    Αυτό που αγαπώ πολύ,
    έχει μύτη μικροσκοπική,
    δυο χεράκια μαλακά
    και αυτάκια φουντωτά.
    Είναι λίγο παχουλό
    μα και πάλι τ’ αγαπώ.
    Μαζί του χουχουλιάζω
    Πάντα όταν νυστάζω.
    Τι να ‘ναι άραγε τι;
    Η αρκουδίνα η μικρή!




     ~

    Συνάντηση 7η

    Όλοι έχουμε δει ταινίες στις οποίες ο πελαργός φέρνει τα μωρά. Εγώ είμαι ακόμα πιο προχωρημένη και λέω πως τα μωρά τα φέρνουν αεροπλάνα σαν το Φλάιερ των αδελφών Ράιτ.

    Κι αν όλα τα πράγματα του κόσμου έφτασαν στο έδαφος, και κατά συνέπεια σ’ εμάς, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Παίρνω, για παράδειγμα, τα βιβλία. Όταν είχαμε έλλειψη, έτσι δημιουργήθηκαν τα βιβλία. Μέσα σε μια νύχτα, μικρά αλεξίπτωτα με χιλιάδες βιβλίων έφτασαν στη βιβλιοθήκη.

    Η παραπάνω θεωρία μου καταρρίπτει κάθε λογική και δεδομένο. Εγώ αμφισβητώ οτιδήποτε άλλο πέραν του φανταστικού. Μια ακόμη απορία που μπορεί να δημιουργηθεί στο πίσω μέρος του μυαλού μας είναι πώς ο ουρανός αλλάζει χρώματα στη διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Είναι απλό. Ο πρόγονος του Νταλί έβαψε τον ουρανό μ’ ένα ιδιαίτερο μπλε το οποίο…..

    Αυτό όμως είναι ένα θέμα στο οποίο πρέπει να εμβαθύνουμε και να βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί. Γι’ αυτό, περιμένουμε την επόμενη δημιουργική ιστοριούλα.

    ~

    Συνάντηση 8η & 9η









    ~

    Συνάντηση 10η

    Πιστεύω στα μάτια που βλέπουν το φως
    Πιστεύω στα χρώματα, τις αποχρώσεις, που δίνουν ζωή στον κόσμο.
    Πιστεύω στη μνήμη και τις θύμησες που αυτή ξυπνά
    Πιστεύω στη ντροπή και τη μεταμέλεια, που σε ομορφαίνουν στη ψυχή
    Πιστεύω στην ανάσα που συνεχίζει τη ζωή
    Πιστεύω στο θάρρος που σε οδηγεί σε νέες εμπειρίες
    Πιστεύω στη φαντασία και τα φτερά που δίνει στους ανθρώπους
    Πιστεύω στο χρόνο, που γιατρεύει τις πληγές
    Πιστεύω σε κάθε δυνατό που μοιάζει αδύνατο
    Πιστεύω σε οτιδήποτε οι άλλοι αγνοούν
    Πιστεύω σε ό,τι με κάνει δυνατή
    Πιστεύω στην οικογένεια και τους φίλους
    Πιστεύω σε μένα και σ' ό,τι εγώ πιστεύω!

    ~

    Συνάντηση 15η

    ΑΛΛΑΓΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

    Πρόσωπο που οικειοποιούμαι: Η γιαγιά μου, 70 ετών


    Είμαι στο σπίτι μου, στην αυλή μου. Ποτίζω τα τριαντάφυλλά μου που τα φροντίζω σαν τα μάτια μου. Ο άλλος από μέσα φωνάζει για το φαγητό, αλλά δεν του δίνω σημασία. Και τότε ακούω έναν ήχο. Κάτι που θυμίζει το χωριό και την οικογένειά μου, τη μαμά μου να τρέχει πάνω-κάτω. Προσπαθεί να με ηρεμήσει κι εγώ κλαίω, όπως και τα άλλα αδέρφια μου. Τότε, ακούω το γνώριμο «Καλημέρα». Βλέπω τους φαντάρους απ’ το απέναντι στρατόπεδο να φεύγουν με το όχημα. «Καλή σας μέρα παιδιά μου», λέω εγώ.

    ~

    ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

    Ρόλος/Πρωταγωνιστής: Ένας πολίτης της Κωνσταντινούπολης
    Είδος κειμένου: Επιστολή
    Αποδέκτης: Ο τέως αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
    Στόχος/Επιμέρους θέμα: Διαμαρτυρία

    Εκλαμπρότατε,

    Προσκυνώ ταπεινά κι υποβάλλω τα σέβη μου στη μεγαλειότητά σας. Είμαι ένα ασήμαντο μέρος, ένα κομμάτι του, μέχρι πρόσφατα, λαού σας.

    Πήρα το θάρρος να απευθυνθώ σε εσάς, αντιπροσωπεύοντας και τους υπόλοιπους συνανθρώπους και φίλους μου. Η κατάκτηση της Πόλης μας μάς πόνεσε και μας πονά ακόμα. Μα, στηριζόμαστε στην εξοχότητα και την απόφασή σας. Ό,τι διατάξετε, εμείς θα υπακούσουμε.

    Εσείς, όμως, δεν δίνετε εντολή καμιά. Όλοι θέλουμε να προχωρήσουμε και να συνεχίσουμε τις ζωές μας. Χωρίς αρχηγό, παρόλ’ αυτά, αδυνατούμε. Είδαμε τους Οθωμανούς να καίνε το βιος και τα υπάρχοντά μας, την πόλη μας, τη μεγάλη Κωνσταντινούπολη. Είδαμε συγγενείς μας να γίνονται λεία του εχθρού και να πεθαίνουν στα ανελέητα χέρια τους. Εμείς, τρέχαμε ξυπόλητοι στα χώματα και στις λάσπες για να μπορέσουμε να γλιτώσουμε. Την 29η Μαΐου του 1453 δεν θα τη ξεχάσουμε ποτέ.

    Αλλά, δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα εδώ, αφύλαχτοι στο έλεος των Οθωμανών. Σας παρακαλούμε να πάρετε μια απόφαση γρήγορα. Σας έχουμε εμπιστοσύνη. Μεγαλειότατε. Μην μας απογοητεύσετε.

    ~

    Συνάντηση 17η

    ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

    Η επανάσταση είναι πράσινη, ανοιχτόχρωμη
    Για να δίνει ελπίδα στους ανθρώπους,
    Να τους πνίγει μέσα σε μια πλημμύρα από κύματα ελπίδας.
    Αποτελεί από μόνη της μια εποχή,
    Μια νέα αρχή για όλα τα όντα του κόσμου.
    Είναι ούριος άνεμος που φυσά για να πάρει τις στάχτες απ’ το χώμα,
    Να αφήσει το λαό να ξαναγεννηθεί σαν το χορτάρι.
    Η επανάσταση μυρίζει έντονα πολύ,
    Καταφέρνοντας να μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μας,
    Αφήνοντας γλυκόπικρες θύμησες στη μνήμη μας.


    ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

    Δικαιοσύνη, έννοια επιβλητική, σκληρή
    Βουλοκέρι της κοινωνίας
    Που σφραγίζει τους πάντες.
    Ο ήχος της, βαρύς, υπόκωφος,
    Σαν τη χάλκινη καμπάνα που χτυπά πένθιμα
    Άλλοτε γλυκιά, άλλοτε πικρή ή άνοστη
    Θυμίζει το αγαπημένο σου φαγητό φτιαγμένο λάθος.
    Μοιάζει σαν ένα πέπλο πυκνό
    Που σκεπάζει ό,τι σκοτεινό.
    Ζει ανάμεσα στον κόσμο
    Σ’ όλες τις γειτονιές, σε κάθε γωνιά του δρόμου
    Στο πιο σκοτεινό ακόμη σοκάκι,
    Μυστικά περιμένοντας να ξεσκεπάσει.
    Η μυρωδιά της απροσδιόριστη
    Πρέπει μόνος σου να τη βρεις.
    Μόνη της επιθυμία είναι η ελευθερία,
    Η ελευθερία των ματιών της,
    Για να βλέπει πάντα καθαρά.


    ~

    Συνάντηση 19η & 20η


    Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ


    Όνομα: Σίρις
    Εμφάνιση: Έχει ξανθά μαλλιά με πορτοκαλί ανταύγειες (αυτό είναι το φυσικό της χρώμα), πολύ μακρύ μαλλί φτιαγμένο με περμανάντ, είναι πολύ αδύνατη, μετρίου αναστήματος.
    Επάγγελμα: Φωτογράφος
    Ηλικία: 20 χρονών
    Οικογενειακή κατάσταση: Είναι η μικρότερη από τις 3 κόρες της οικογένειας, οι γονείς της δεν την υπολογίζουν εξαιτίας του επαγγέλματός της.
    Αγαπημένο φαγητό: Η ομελέτα
    Αγαπημένο χρώμα: Το κιτρινοπορτοκαλί
    Τι πίνει: Breezer πορτοκάλι, Κουμ-Κουάτ
    Πού και πώς διασκεδάζει: Περνά το χρόνο της στο μπαλκόνι του σπιτιού της και στο ατελιέ της, ταξινομώντας τις φωτογραφίες της κατά χρώμα
    Μότο: «Ποια Σμύρνη και ποιοι Δίδυμοι Πύργοι!»
    Λοιπές πληροφορίες: Ζει στην Πόλη της Ψύχρας, της αρέσει να φοράει αεράτα φορέματα με μαργαρίτες, λατρεύει τους κίτρινους πανσέδες, δεν είναι ευχαριστημένη με τη ζωή της, πιστεύει ότι το ταλέντο της έχει φτάσει κιόλας στη δύση του, ψάχνει τις όμορφες και φωτεινές πλευρές της ζωής.

    ~

    1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    «Ποιοι Δίδυμοι Πύργοι και ποια Σμύρνη!» είπε ψυχρά. Ήταν σίγουρη πως δεν θα ξαναέβρισκε ιδέα και όραμα να υπερασπιστεί. Οι δημιουργίες κι οι κόποι της τής έμοιαζαν άχρωμες εικόνες χωρίς ταλέντο, χωρίς συναίσθημα. Κι όμως γύρω της, τα τόσα κρεμασμένα στα σκοινιά έργα της, φάνταζαν ιστορίες με νόημα, ενώ ήταν απλά στιγμιότυπα της ρουτίνας. Η ίδια, παρόλ’ αυτά, ήταν πεπεισμένη πως είχε φτάσει η δική της ημερομηνία λήξης. Ακόμα κι όταν όλοι της έλεγαν ότι έκανε πάντα εξαιρετική δουλειά, παρά το νεαρό της ηλικίας και τα ελάχιστα χρόνια εμπειρίας της στο χώρο της φωτογραφίας. Κι εκείνο το τηλεφώνημα αργούσε…

    Ξαφνικά, άκουσε το χαρακτηριστικό κουδούνισμα. Έτρεξε να σηκώσει το ακουστικό, ενώ το φως της λάμπας του σαλονιού, που φώτιζε το σπίτι της κοπέλας όλες εκείνες τις συννεφιασμένες μέρες, έπεφτε πάνω στα ξανθά και πορτοκαλί μαλλιά της, κάνοντάς τα να μοιάζουν ακόμα πιο λαμπερά. Μετά από ένα γρήγορο κατοστάρι, έφτασε στη συσκευή του τηλεφώνου. 

    - Παρακαλώ; 
    - Καλημέρα Σίρις. Ο Έρικ είμαι. 
    - Ναι, το κατάλαβα. Περίμενα εναγωνίως να μου τηλεφωνήσεις. Λοιπόν, αποφάσισες; 
    - Δεν θα το κάνω, Σίρις. Λυπάμαι. 
    - Αλήθεια, γιατί; 
    - Δεν μπορώ να σου πω. 
    - Κατάλαβα. Κι εσύ δεν εκτιμάς τη δουλειά μου. 
    - Όχι, όχι δεν είναι καθόλου αυτό. 
    - Καλά, καλά εντάξει. 
    - Σίρις, περίμ…. 

    Εκείνη απογοητευμένη κατέβασε το ακουστικό. Ο Έρικ της έδωσε έναν λόγο παραπάνω να μισεί τη δουλειά της. «Πραγματικά, ποιοι Δίδυμοι Πύργοι και ποια Σμύρνη», είπε κι αναστέναξε βαθιά. 

    Με βαριά βήματα, αργές κινήσεις και χαμηλωμένο το βλέμμα της, η Σίρις κατευθύνθηκε προς το ατελιέ της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν μια σκιά που περνούσε αδιάφορα ανάμεσα στους καναπέδες με τα πορτοκαλί ριχτάρια και το ξύλινο τραπεζάκι με το γεμάτο μαργαρίτες βάζο. Καθώς περπατούσε έτσι θλιμμένα, οι πιέτες από το φλοράλ φόρεμά της, πιάστηκαν στις φωτογραφίες που ήταν ακουμπισμένες στην άκρη του γραφείου στο διάδρομο του σπιτιού της. Οι εικόνες έπεσαν στο πάτωμα και μπερδεύτηκαν με τις ήδη παρατημένες στο δάπεδο του δωματίου της φωτογραφίες. Μα δεν τους έδωσε καμία σημασία. Συνέχισε την πορεία της ώσπου έφτασε μπροστά στην είσοδο του ατελιέ της. Έμεινε να το κοιτάζει με μπερδεμένο ύφος. Τα μηχανήματα, οι συσκευές, η φωτογραφική της μηχανή, για την οποία είχε δαπανήσει τόσα χρήματα, δεν ήξερε αν τις άξιζαν πλέον όλα αυτά. 

    Μόλις πήγε να κάνει ένα βήμα και να μπει στο ατελιέ, άκουσε απ’ έξω έναν υπόκωφο θόρυβο και στη συνέχεια μια κραυγή πανικού. Έντρομη, βγήκε στο μπαλκόνι να δει τι συμβαίνει. Το θέαμα που αντίκρισε την άφησε άναυδη. Το γυάλινο άγαλμα του δημάρχου της πόλης που κοσμούσε την κεντρική πλατεία, απέναντι απ’ το σπίτι της, είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια κι άρχισε να γίνεται νερό. Όλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι, δείχνοντας με τα χέρια τους τον ουρανό. Η Σίρις αυθόρμητα γύρισε το κεφάλι της ψηλά. Τότε, κάτι την τύφλωσε. Κάτι που δεν είχε εμφανιστεί ποτέ ξανά στην Πόλη της Ψύχρας. Ένα σώμα που εξέπεμπε κίτρινο φως.

    Leave a Reply